- νευραλγικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία.2. μτφ., σπουδαίος, καίριος, σημαντικός: Νευραλγικό σημείο. – Νευραλγική θέση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.