νευραλγικός

νευραλγικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία.
2. μτφ., σπουδαίος, καίριος, σημαντικός: Νευραλγικό σημείο. – Νευραλγική θέση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νευραλγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία (α. «νευραλγικό σημείο» το μέρος ενός νεύρου στο οποίο καθίσταται περισσότερο αισθητό το άλγος β. «νευραλγικός πόνος») 2. μτφ. ευαίσθητος, ευπαθής, καίριος («το νευραλγικό σημείο τής… …   Dictionary of Greek

  • γαστροδυνία — η νευραλγικός πόνος τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ, ( στρός) + οδύνη ορθότερη θα ήταν η γραφή γαστρωδυνία (πρβλ. και ανωδυνία, κολπωδυνία)] …   Dictionary of Greek

  • καρδιαλγία — η (Α καρδιαλγία) [καρδιαλγής] νεοελλ. ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα τού στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός αρχ. πόνος τού στομάχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”